- μάνιωμα
- το [μανιώνω]μεγάλη αγανάκτηση, υπερβολικός θυμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρένιασμα — το, ατος μανία, αλλοφροσύνη, εξαγρίωση, βούρλισμα, μάνιωμα, λύσσιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)